- ίσθμα
- ἴσθμα, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα* και ἰσθμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίσμα — (I) ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω] θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα. (II) ἴσμα, τὸ (Α) βλ.ἴσθμα … Dictionary of Greek